- σοβαρός
- -ή, -ό / σοβαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ και -α, Ννεοελλ.1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά»)2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα»)3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α. «σοβαρή αρρώστια» β. «σοβαρή κατάσταση»)4. αξιόλογος, σπουδαίος, επιβλητικός («σοβαρή μουσική»)5. ο χωρίς διαχυτικότητα, λιγομίλητοςμσν.-αρχ.μεγαλοπρεπής, πομπώδης, υπερήφανος («σοβαρὸς καὶ ὀλίγωρος», Δημοσθ.)αρχ.1. ορμητικός, ταχύς, βίαιος («ἄνεμος... φέρεται σοβαρός», Αριστοφ.)2. αλαζονικός («λόγοι ἀδεεῑς καὶ σοβαροί», Πλούτ.)3. (για ίππο) καμαρωτός4. (αμφβλ. στον Επίκ.) άφοβος, ατρόμητος5. (για πράγμ.) ελαφρός, ευκίνητος («οὕτω σοβαρὸν ἐλθὲ μέλος, εὔτονον, ἀγροικότονον», Αριστοφ.)6. λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ὁ... θρίαμβος αὐτοῡ τῇ πολυτελείᾳ καὶ τῇ καινότητι τῶν... λαφύρων σοβαρὸς γενόμενος», Πλούτ.)7. αυτός που έχει μεγάλη αξία, ακριβός («σοβαρωτέρᾳ τιμῇ», Αιλ.).επίρρ...σοβαρώς / σοβαρῶς ΝΜΑ, και σοβαρά Ννεοελλ.με σοβαρότητα, με αξιοπρέπεια ή με σπουδαιότηταμσν.-αρχ.με υπερηφάνεια, αλαζονικάαρχ.1. ορμητικά, με βιαιότητα2. σε υψηλή τιμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ, κατά τα επίθ. σε -αρός (πρβλ. γερ-αρός, στιβ-αρός). Για τη σημ. τής λ. βλ. και λ. σέβομαι].
Dictionary of Greek. 2013.